- ἐννομολέσχης
- ἐννομολέσχηςprater about lawsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εννομολέσχης — ἐννομολέσχης, ο (Α) αυτός που φλυαρεί για νόμιμα πράγματα ή για νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < έννομος + λέσχη «φλυαρία»] … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek